υπερδικαιώ

υπερδικαιώ
-όω, Α
τιμωρώ με υπέρμετρη αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + δικαιῶ «επανορθώνω, θεωρώ δίκαιο, απονέμω δικαιοσύνη, τιμωρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”